- εὕρου
- εὑρίσκωfindaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)εὑρίσκωfindaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὔρου — Εὔ̱ρου , Εὖρος the East wind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρου — ἐύρρους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] … Dictionary of Greek